Σύμφωνα με τα ισχύοντα στην Κυπριακή Δημοκρατία σήμερα, εάν προκύψει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ Αναθέτουσας Αρχής και Αναδόχου σε σχέση με τη σύμβαση ή ως αποτέλεσμα αυτής ή αν προκύψει οποιαδήποτε διαφορά από απόφαση, γνώμη η οδηγία του Συντονιστή (ή του Μηχανικού στην περίπτωση δημοσίων έργων), τότε είτε η Αναθέτουσα Αρχή είτε ο Ανάδοχος ειδοποιούν σχετικά το άλλο μέρος και κοινοποιούν την ενημέρωση στον Συντονιστή (ή στο Μηχανικό). Από τη στιγμή της ειδοποίησης τα δύο μέρη πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια ώστε να διευθετήσουν φιλικά τη διαφορά τους εντός των επόμενων 56 ημερών (εκτός αν άλλως ορίζεται στη σύμβαση).

Οποιαδήποτε διαφορά για την οποία δεν έχει επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός εντός 56 ημερών (εκτός αν άλλως ορίζεται στη σύμβαση) από την ημερομηνία επίδοσης της πιο πάνω ειδοποίησης επιλύεται οριστικά είτε με προσφυγή στη δικαιοσύνη είτε με διαιτησία.

Στην περίπτωση επιλογής της διαιτησίας ως μέθοδο επίλυσης διαφορών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου (κεφ. 4), οι διαφορές επιλύονται από δύο διαιτητές, ένα διοριζόμενο από το κάθε μέρος, και έναν επιδιαιτητή διοριζόμενο από τους δύο διαιτητές. Επισημαίνεται ότι τα δύο μέρη έχουν δικαίωμα να συμφωνήσουν από κοινού η παραπομπή σε διαιτησία να γίνει σε ένα μόνο διαιτητή.

Η διαδικασία διεξάγεται ενώπιον των διαιτητών και του επιδιαιτητή που ενεργούν από κοινού, σε τόπο και χρόνο που συνήθως ορίζουν οι ίδιοι. Κατά τη διαιτητική διαδικασία τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Τηρείται η αρχή της ισότητας και τα μέρη καλούνται να παραστούν στις συζητήσεις, να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους και να προσκομίσουν τις αποδείξεις τους. Ο επιδιαιτητής διευθύνει τη συζήτηση.

Σημειώνεται ότι κατά τη διαδικασία ενώπιον των διαιτητών και του επιδιαιτητή τα δύο μέρη δεν είναι υποχρεωμένα να περιοριστούν στη χρήση μόνο των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που πιθανώς είχαν χρησιμοποιήσει προηγούμενα ενώπιον του Συντονιστή. Επιπλέον, μπορούν να καλέσουν μάρτυρες και πραγματογνώμονες, οι οποίοι μπορούν να εξεταστούν ενόρκως ή με διαβεβαίωση.

 Η διαιτητική απόφαση πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να υπογράφεται ιδιοχείρως από τους διαιτητές και πρέπει να αναφέρει α) το όνομα και το επώνυμο του επιδιαιτητή και των διαιτητών, β) τον τόπο και το χρόνο της έκδοσής της, γ) τα ονόματα και τα επώνυμα εκείνων που έλαβαν μέρος στη διαιτητική διαδικασία, δ) τη συμφωνία για διαιτησία στην οποία βασίστηκε, ε) το αιτιολογικό και στ) το διατακτικό. Η διαιτητική απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Είναι οριστική και δεσμευτική για τους διαδίκους.

 Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά ή εν μέρει μόνο με δικαστική απόφαση για τους επόμενους λόγους 1) αν ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά ή χειρίστηκε κακώς την υπόθεση, 2) όταν η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα, 3) όταν η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα. Το δικαστήριο έχει επίσης εξουσία δυνάμει του άρθρου 9 του Περί Διαιτησίας Νόμου να παρέχει θεραπεία όταν ο διαιτητής δεν είναι αμερόληπτος ή όταν στη διαφορά που παραπέμπεται εγείρεται ζήτημα δόλου.

Επιπλέον, ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής μπορούν, και υποχρεούνται αν διαταχθεί από το Δικαστήριο, να παραπέμψουν στο Δικαστήριο με υπόμνημα α) οποιοδήποτε νομικό ζήτημα προκύπτει κατά την πορεία της διαιτησίας ή β) τη διαιτητική απόφαση ή οποιοδήποτε μέρος της διαιτητικής απόφασης, υπό μορφή ειδικής υπόθεσης για να αποφασίσει το δικαστήριο.

Τα έξοδα της διαιτησίας και της διαιτητικής απόφασης αφήνονται στην κρίση των διαιτητών ή του επιδιαιτητή, οι οποίοι μπορούν να διατάξουν σε ποιόν, από ποιόν και με ποιο τρόπο θα πληρωθούν.

Στην περίπτωση που οι Αναθέτουσες Αρχές επιλέξουν ως μέθοδο επίλυσης διαφορών (αν αποτύχει ο φιλικός διακανονισμός) την προσφυγή στη δικαιοσύνη, τότε αρμόδια να εκδικάσουν την προσφυγή είναι τα Επαρχιακά Δικαστήρια και εφόσον ένας εκ των διαδίκων δεν ικανοποιηθεί από την απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να υποβάλει έφεση στο Εφετείο.